΄΄Ο ορθόδοξος Ιερέας απέναντι στην σύγχρονη οικονομική κρίση΄΄ Ομιλία του Δρ. Ιωάννου Ν. Λίλη στην σύναξη των Πρεσβυτέρων της Ι.Α.Κ. 10-12-2016
Ο ορθόδοξος Ιερέας απέναντι στην σύγχρονη οικονομική κρίση ˙ προβλήματα, προβληματισμοί, και προοπτικές με βάση τη θεολογική διδασκαλία του Χριστιανισμού
Δρ. Ιωάννης Ν. Λίλης
Λέκτορας της Πατριαρχικής Ανωτάτης
Εκκλησιαστικής Ακαδημίας
Ηρακλείου Κρήτης
Η οικονομία είναι μια μορφή πολύ υψηλού πολιτισμού. Δεν παρέχει κάποιος ένα αγαθό, π.χ. αυγά, και τον πληρώνει ο έτερος με άλλο προϊόν, π.χ. βούτυρο, που πάντα θα περιέχει την αδικία (κανένα προϊόν δεν είναι ακριβώς ισάξιο με το άλλο), αλλά ανταλλάσσουμε την αξία των προϊόντων με κάτι το ουδέτερο, το χρήμα, ώστε να είμαστε σίγουροι ότι οι συναλλαγές μας θα είναι έντιμες. Το χαρακτηριστικό του χρήματος είναι ότι ανεβάζει το βιοτικό επίπεδο και την αξιοπρέπεια όλων των ανθρώπων. Μπορεί κάποιος να είναι πλούσιος και να έχει στην τράπεζα π.χ. 100.000 ευρώ, κάποιος άλλος να είναι μετρίων εισοδημάτων και να έχει στην τράπεζα 2.000 ευρώ, όμως μέχρι αυτές τις 2.000 ευρώ και οι δύο έχουν ακριβώς την ίδια δυνατότητα και την ίση μεταχείριση. Διαφέρουν στις 98.000 ευρώ, αλλά για αυτές τις 2.000 ευρώ είναι ακριβώς ισάξιοι και απολαμβάνουν ισότιμα τον ίδιο σεβασμό που μεταφράζεται στην πράξη με την παροχή ίδιων αγαθών.
Στην αρχαιότητα υπήρχε το σύμβολο για την ανταλλαγή των προϊόντων. Όταν γινόταν μια συμφωνία οι δύο που μετείχαν σε αυτήν τη συμφωνία έσπαζαν ένα πιάτο κι έπαιρνε ο καθένας το μισό. Όταν μετά από καιρό θα βρίσκονταν με το κομμάτι που κατείχε ο καθένας, θα έβλεπαν αν ταίριαζε, δηλαδή αν μπορούσε να συμβάλλει το ένα κομμάτι στο άλλο. Αν συνέβαλε σήμαινε ότι και οι δύο είχαν κάνει την συμφωνία και ήταν σε ισχύ. Αυτό ονομαζόταν σύμβολο γιατί συνέβαλε το ένα κομμάτι στο άλλο. Όταν η ανθρωπότητα άρχισε να προοδεύει εφευρέθηκε το νόμισμα, το οποίο προέρχεται από τη λέξη νομίζω γιατί στην ουσία είναι ένα χαρτί, νομίζεις ότι είναι κάτι, αλλά δεν μπορεί κανείς να το παραβεί και υπάρχει η ισότιμη συμφωνία μεταξύ των ανθρώπων. Με το νόμισμα που ονομάστηκε χρήμα, καθώς το χρησιμοποιούμε, το σύμβολο της αρχαιότητας περιθωριοποιήθηκε και ήρθε το συμβόλαιο και η σύμβαση μεταξύ των ανώτερων ανεπτυγμένων κοινωνιών που πλέον χρησιμοποιούν τα νομίσματα, δηλαδή το χρήμα.
Η ιστορία της ανθρωπότητας μας δείχνει ότι οι λαοί που κάποια στιγμή στην ιστορία τους έγιναν πλούσιοι, αλλά δεν ήξεραν πως να χρησιμοποιήσουν τον πλούτο τους, εξαφανίστηκαν. Ένας τέτοιος λαός είναι οι Φοίνικες, οι οποίοι εξαφανίστηκαν, γιατί δεν ήξεραν να χρησιμοποιήσουν το χρήμα που τους έφερε η ναυτιλία. Οι Έλληνες, παρότι πήραν ένα μέρος τους αλφαβήτου τους από τους Φοίνικες, με τη λογική και τη σύνεση έκαναν καλή χρήση του χρήματος και όχι μόνο δεν εξαφανίστηκαν, αλλά αντίθετα μεγαλούργησαν. Επίσης κραταιές αυτοκρατορίες ενώ μεγαλούργησαν, κάποια στιγμή παρήκμασαν οικονομικά.
Το υψηλό νόμισμα απαιτεί και υψηλή παιδεία για τη σωστή διαχείριση του. Οι πολύ ανεπτυγμένοι λαοί χρησιμοποιούν λίγα νομίσματα, πολύ μεγάλης αξίας, και σπάνια αγγίζουν οι ίδιοι τα χρήματα. Συναλλάσσονται με ουδέτερα χαρτιά, επιταγές, γραμμάτια, απευθείας συναλλάγες μεταξύ τραπεζικών λογαριασμών χωρίς οι άνθρωποι να αγγίζουν νομίσματα. Το νόμισμα των φτωχών λαών είναι φλύαρο, δηλαδή πολυπληθές. Το νόμισμα των ανεπτυγμένων χωρών συντετμημένο και σύντομο. Πολυπληθές νόμισμα ήταν η δραχμή, το νόμισμα της Ελλάδος μέχρι τις αρχές του 2002 που υιοθετήθηκε το ευρώ. 340 δραχμές αποτέλεσαν μόλις ένα ευρώ. Παρατηρούμε σήμερα πως περίπου 1000 ρούβλια της Ρωσίας είναι μόνο 26 ευρώ. Ο μισθός στην Ρωσία θα είναι εκ των πραγμάτων χαμηλός˙ θα πρέπει να είναι δεκάδες χιλιάδες ρούβλια το μήνα για να φτάσει τον μισθό των χωρών που κατέχουν το ευρώ, οι οποίοι με λίγα νομίσματα (ευρώ) καλύπτουν την αξιοπρεπή διαβίωση.
Παρατηρούμε πως ο υψηλός πολιτισμός πάντοτε μεταφράζεται σε νούμερα και αριθμούς. Όταν διατυπώθηκε το χριστιανικό δόγμα στην Κωνσταντινούπολη και στα μεγάλα κέντρα της βυζαντινής αυτοκρατορίας, δηλαδή στο πιο ανεπτυγμένο κομμάτι του τότε κόσμου, οι εκκλησιαστικοί θεολόγοι πάντοτε επέμεναν στους αριθμούς και ο ασφαλέστερος τρόπος για να εντοπίσουν έναν αιρετικό ήταν να του ζητήσουν να αριθμήσει τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος και τις δύο φύσεις του Ενανθρωπήσαντος Λόγου. Η θεωρητική διδασκαλία των αιρετικών ήταν εύκολο να παρασύρει και να παγιδέψει τους θεολόγους, ενώ οι αριθμοί ποτέ. Ο Νεστόριος εντοπίστηκε ως αιρετικός, γιατί αριθμούσε δύο πρόσωπα στο Χριστό και όχι ένα, ώστε να εξασφαλίζεται ο πλήρης αγιασμός της ανθρωπίνης φύσεως του Κυρίου από την θεϊκή του φύση. Ο Άρειος ενώ μιλούσε με τα καλύτερα λόγια για το πρόσωπο του Κυρίου, επειδή τον θεωρούσε ως το τελειότερο δημιούργημα του Πατρός, ποτέ δεν έλεγε «Αγία Τριάδα», ποτέ δεν εκφωνούσε τον αριθμό «τρία» (3) για τον Θεό, ακριβώς γιατί δεν θεωρούσε τον Υιό ως Θεό και Λόγο του Πατρός. Το χριστανικό δόγμα ποτέ δεν χρησιμοποιεί ζυγούς αριθμούς παρά μόνο μονούς. Οι μονοί αριθμοί προτιμώνται από το χριστιανικό δόγμα γιατί είναι «κινητοί» αριθμοί, όπως θα τους ονομάσει ο Μάξιμος Ομολογητής. Έχουν ένα σταθερό κέντρο και δύο ισόποσα και ισοβαρή τμήματα και από τις δύο πλευρές. Το τρία έχει κέντρο το δύο και ένα αριθμό και από τις δύο πλευρές˙ το ένα και το τρία. Η έννοια της κινήσεως καθώς ήταν πολύ χρήσιμη για το χριστιανικό δόγμα, επειδή έδειχνε πως ο Τριαδικός Θεός είναι κινητικός απαντώντας στην αριστοτελική έννοια του Θεού που τον ήθελε ακίνητο, διατυπώθηκε με τον καλύτερο τρόπο μέσα από τη χρήση του κινητού, μονού, αριθμού τρία.[1] Όλοι οι μονοί αριθμοί είναι πρώτοι αριθμοί καθώς διαιρούνται μόνο με τον εαυτό τους και με την μονάδα (εξαιρούνται κάποιοι μονοί όπως το π.χ. το 9, το 15 ή το 21 που διαιρούνται και με το 3 ή το 5 ή το 7, όμως και αυτοί είναι και πρώτοι). Το «δύο» είναι ο μοναδικός ζυγός αριθμός που είναι όμως πρώτος αριθμός καθώς εκ των πραγμάτων διαιρείται μόνο με τον εαυτό του και με τη μονάδα. Έτσι ο μοναδικός ζυγός αριθμός που χρησιμοποιείται από τη θεολογία, για τις δύο φύσεις του Κυρίου, έχει στοιχεία και χαρακτηριστικά μονού αριθμού, δηλαδή κινητού αριθμού, ενός ζωτικού στοιχείου του χριστιανικού δόγματος.[2]
Επιπλέον η θεολογία στη διατύπωση του χριστιανικού δόγματος χρησιμοποίησε μόνο ρητούς αριθμούς και ποτέ άρρητους. Οι ρητοί αριθμοί, όπως τα κλάσματα, οι δεκαδικοί, οι τετραγωνικές ρίζες, μετρούν συνεχή ποσά, ενώ οι άρρητοι μόνο ασυνεχή. Το χριστιανικό δόγμα με τη χρήση μόνο ρητών αριθμών έδειχνε πολύ καθαρά πως τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος είναι ασυνεχή, δηλαδή ανεπανάληπτα και διακεκριμένα. Ακριβώς το ίδιο συνέβαινε και με τις δύο φύσεις του Κυρίου. Αυτό το ασυνεχές ποσό ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός θα το ονομάσει «διωρισμένο» γιατί είναι διαφορετικό από τα άλλα και ξεχωρίζει καθώς ορίζεται.[3]
Αν παρατηρήσουμε τις μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις των πολύ ανεπτυγμένων χωρών, όπως το Παρίσι, το Λονδίνο, το Βερολίνο, αλλά και τη Νέα Υόρκη των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, αντικρίζουμε την εξής εικόνα : στο κέντρο των πόλεων αυτών δεν κατοικεί κόσμος, αλλά υπάρχουν μόνο εμπορικά κέντρα και μεγάλες τράπεζες. Οι πολίτες με μέτρια εισοδήματα κατοικούν μακριά από το κέντρο σε ειδικές περιοχές, όπως και οι πολύ πλούσιοι πολίτες σε ξεχωριστές περιοχές. Στο κέντρο των πόλεων αυτών κατοικούν συνήθως πολύ λίγοι, οι οποίοι είναι ιδιαίτερα πλούσιοι. Έχουν την οικονομική δυνατότητα να κρατήσουν την εξωτερική κλασική όψη των κτηρίων και εσωτερικά να το ανακαινίσουν αλλάζοντας τα πάντα. Επίσης μπορούν μονίμως να πληρώνουν χώρο στάθμευσης για το αυτοκίνητό τους. Επιπλέον παρατηρούμε πως στο κέντρο των πλούσιων αυτών πόλεων υπάρχουν εκτεταμένες πεζοδρομήσεις, μεγάλα πάρκα ή και δάση ακόμη, όπως παρατηρούμε γύρω από το Μπάκιγχαμ του Λονδίνου ή το δάσος της Βουλώνης στο Παρίσι. Αλλά και στις μεγάλες πόλεις των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής υπάρχει αυτή η εικόνα. Στο Σικάγο απαγορεύεται να κτίσει κάποιος σπίτι που να εφάπτεται στο σπίτι του γείτονα. Πρέπει να αφήσει τόση απόσταση με το διπλανό σπίτι, όσο θα είναι η οικία που πρόκειται να κτίσει, με αποτέλεσμα όλα τα σπίτια της πόλης περιμετρικά είναι ελεύθερα, με προσωπικό χώρο στάθμευσης του αυτοκινήτου, κήπο και βεβαίως μία ανθρώπινη κατάσταση επιβίωσης μέσα σε μία μεγαλούπολη εκατομμυρίων κατοίκων. Η παρουσία τόσο σπουδαίων ερευνητικών πανεπιστημιακών κέντρων, φέρνει υψηλή ανάπτυξη της λογικής και της χρησιμοποίησης του χρήματος (η πλειοψηφία των βραβείων Νόμπελ αποδίδεται σε αυτά τα ερευνητικά, τα οποία έρχονται βέβαια από τα πρώτα στον κόσμο με κορυφαίο το Χάρβαντ και το Γέιλ), και αυτή η χρήση θα φανεί και στην εξωτερική των πόλεων.
Αντιθέτως, παρατηρούμε πως στις πρωτεύουσες των φτωχών χωρών υπάρχει εντελώς διαφορετική εικόνα. Στο κέντρο υπάρχουν εμπορικά καταστήματα, όχι τόσο πλούσια και οργανωμένα και εκεί κατοικούν όλοι οι φτωχοί ή μέτριοι οικονομικά πολίτες. Οι ευκατάστατοι μόνο κατοικούν μακριά από το κέντρο σε ειδικές περιοχές συνήθως εκτός πόλεως. Αν ένας μισθωτός πολίτης αυξήσει τα εισοδήματα του, ο πρώτος τρόπος για να το δείξει είναι να μετακομίσει από το κέντρο σε μία ήσυχη περιοχή, όπου κατοικούν οι ευκατάστατοι. Οι πεζοδρομήσεις είναι σπάνιες έως ανύπαρκτες και η έλλειψη πρασίνου εντονότατη. Η Αθήνα, η Θεσσαλονίκη, το Ηράκλειο της Κρήτης μέχρι το 1979, χρονιά εισόδου μας στην τότε ΕΟΚ, εμφάνιζαν την εικόνα των επαρχιωτικών πόλεων με το πιο αισθητό σημείο στο κέντρο να κατοικούν οι φτωχοί ή μέτριοι οικονομικά πολίτες. Από το 1992 που η τότε ΕΟΚ μετεξελίχθηκε σε Ευρωπαϊκή Ένωση, με το Μάαστριχ, οι πόλεις της Ελλάδος άρχισαν να παίρνουν σταδιακά την εξωτερική μορφή των μεγάλων ευρωπαϊκών πόλεων. Έχει σημασία να παρατηρήσουμε το Ηράκλειο της Κρήτης. Η περιοχή γύρω από τον Άγιο Τίτο κατοικείται πλέον από πολύ λίγους ενορίτες ενώ μέχρι το 1992 ήταν από τις μεγαλύτερες ενορίες. Γύρω από τον συγκεκριμένο ναό σήμερα υπάρχει άκρως καλαίσθητη πεζοδρόμηση, όπως παρατηρείται σε όλες τις μεγάλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και υπερσύγχρονα πολυκαταστήματα όπως στο Παρίσι, στο Λονδίνο, στη Ρώμη. Το ίδιο παρατηρούμε και στην περιοχή γύρω από τον Άγιο Μηνά. Η εικόνα αυτή είναι ακόμα πιο έντονη στην Αθήνα και την Θεσσαλονίκη. Σε λίγα χρόνια και το κέντρο του Ηρακλείου δεν θα υστερεί σε τίποτα από τις δύο μεγαλύτερες πόλεις, Αθήνα και Θεσσαλονίκη, αλλά και όλες οι ελληνικές πόλεις θα διαφέρουν ελάχιστα από τις ευρωπαϊκές. Αυτό δεν είναι ευχή ή μία επιθυμία, αλλά επίσημη συμφωνία που υπάρχει μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών, η οποία επικυρώθηκε στις 29 Μαΐου του 1979, ημέρας υπογραφής της εισόδου μας στην τότε ΕΟΚ, επισημοποιήθηκε το 1992 με το Μάαστριχ, αλλά κλείδωσε οριστικά το 1999 με την ένταξη μας στη ΟΝΕ. Η αλλαγή στην εξωτερική όψη των πόλεων αυτών έγινε γιατί προηγήθηκε η οικονομική ένωση από το 1979 και εξής με κυριότερους σταθμούς το 1992, το Μάαστριχ, και το 1999, η Ο.Ν.Ε., η νομισματική ένωση. Το συντετμημένο ισχυρό νόμισμα που είναι το ευρώ, μεταφράζεται και στην εξωτερική μορφή των πόλεων, όπου κάθε περιοχή υποδέχεται συγκεκριμένα οικονομικά στρώματα και το κέντρο είναι συνήθως εμπορικό με ωραία μεγάλα πάρκα και πεζοδρομήσεις για όλους.
Κάτι άλλο που δεν θα πρέπει να λανθάνει της προσοχής μας είναι και οι πεζοδρομήσεις αλλά και οι πινακίδες των πόλεων αυτών. Στις μεγάλες πόλεις όλων των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης παρατηρούμε πως τα αρχαιολογικά μνημεία και οι εκκλησίες αναγράφονται σε πινακίδες καφέ χρώματος και οι πόλεις και οι κωμοπόλεις σε μπλε. Οι πινακίδες των εθνικών δρόμων είναι πράσινες. Επιπλέον παρατηρούμε πως οι πεζοδρομήσεις των πόλεων αυτών, των ελληνικών με των ευρωπαϊκών, έχουν πολλά κοινά σημεία γιατί χρηματοδοτούνται από τα προγράμματα ΕΣΠΑ, κοινά μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Προγράμματα που όλοι οι ευρωπαϊκοί λαοί τα χρηματοδοτούν, ως ισότιμα μέλη. Όμως όλοι οι λαοί δεν έχουν τη δυνατότητα να τα χρησιμοποιήσουν, γιατί στερούνται των δυνατοτήτων σύγχρονης εκταμίευσης (ηλεκτρονική καταγραφή αρχείων, σύγχρονο τραπεζικό σύστημα κ.τ.λ.). Η περιοχή γύρω από τον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Τίτου, όπως διαμορφώθηκε την τελευταία δεκαετία από το 2004 και εξής, μοιάζει πάρα πολύ με την πεζοδρόμηση γύρω από την Παναγία των Παρισίων, την Μονμάρτη, μέρη που πριν από το 1979 δεν είχαν απολύτως καμία ομοιότητα με τις ελληνικές πόλεις. Μία ακόμα απόδειξη πως το κοινό νόμισμα μεταφράζεται και στα μνημεία του πολιτισμού, κορυφαίο των οποίων είναι σίγουρα η κοινή εξωτερική όψη των πόλεων. Το μεγάλο πρόβλημα βρίσκεται στο ότι μέσα σε αυτήν την ομοιομορφία – πανομοιότυπες πινακίδες, κοινά οικονομικά προγράμματα, κοινό νόμισμα – ο λαός που δεν έχει τη δυνατότητα να προσφέρει πρωτότυπη πρόταση ζωής κινδυνεύει άμεσα να εξαφανιστεί. Και είναι αλήθεια ότι μέχρι σήμερα η Ευρώπη δίνει τις ιδέες και η Ελλάδα μονάχα αντιγράφει, χωρίς να προσφέρει η ίδια την πρόταση της. Το πρώτο θετικό βήμα, της εντάξεως, η Ελλάδα το έκανε. Μένει από εδώ και πέρα να κάνει και το δεύτερο αποφασιστικό βήμα που δεν είναι άλλο από το να προσφέρει και αυτή πρωτότυπες ιδεές και οι άλλοι να την ακολουθούν˙ διαφορετικά δεν θα γίνει ποτέ ισότιμο μέλος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.
Σε αυτή την πραγματικότητα μόλις ξέσπασε η οικονομική κρίση, η οικονομία της ελληνικής κοινωνίας ήταν η πρώτη των ευρωπαϊκών χωρών που έπεσε και βρέθηκε σε δεινή κρίση, ενώ κατείχε το πιο ισχυρό νόμισμα, το ευρώ. Αυτό έγινε γιατί η ελληνική κοινωνία δεν είχε την κατάλληλη παιδεία που απαιτούνταν για να διαχειριστεί ένα τόσο υψηλό νόμισμα. Πράγματι το είχε υιοθετήσει ουσιαστικά ως συνάλλαγμα. Μέσα σε μία μέρα, αρχές του 2002, από την δραχμή, ένα επαρχιωτικό νόμισμα με πάρα πολλές διαιρέσεις, βρέθηκε στο πιο ισχυρό νόμισμα του κόσμου, ωσάν να είχε κάνει συνάλλαγμα, όπως έκανε μέχρι τότε με το δολάριο. Η διαφορετική αντίληψη των ευρωπαϊκών χωρών για το νόμισμα φάνηκε πολύ καθαρά μόλις υιοθέτησαν όλες το ίδιο νόμισμα. Διαφορετικά το χειρίστηκαν οι Γερμανοί, διαφορετικά οι Γάλλοι, διαφορετικά οι Ιταλοί, διαφορετικά οι Έλληνες. Η παρακολούθηση της σειράς με την οποία έπεσαν οι ευρωπαϊκές οικονομίες (Ελλάδα, Ιρλανδία, Πορτογαλία,) φανερώνει ποια είναι η περισσότερο αδύναμη οικονομία, ώστε να φτάσουμε διαδοχικά στην πιο ισχυρή. Επίσης ένα πολύ λυπηρό σημείο είναι ότι μόνο στην Ελλάδα χρεωκόπησε το ίδιο το κράτος. Σε όλες τις άλλες χώρες, συμπεριλαμβανομένης και της Κύπρου, χρεωκόποησαν μόνο οι τραπέζες. Είναι πολύ πιο προσβλητικό να χρεωκοπήσει το κράτος, γιατί το κράτος είναι η πιο πρακτική έκφραση του ίδιου του λαού. Οι τράπεζες είναι κάτι διαφορετικό, πέρα από το γεγονός ότι χρεωκοπία του κράτους σημαίνει εκ των πραγμάτων χρεωκοπία και των τραπεζών.
Μέσα σε αυτό το κλίμα πρέπει να προβούμε και σε μία άλλη διαπίστωση. Το μεγαλύτερο μέρος των Γερμανών πολιτών δεν κατέχει δικό του σπίτι, αλλά η πλειοψηφία των Γερμανών νοικιάζει το σπίτι, στο οποίο κατοικεί. Μόνο οι πολύ πλούσιοι Γερμανοί αγοράζουν δικό τους σπίτι. Το ίδιο συμβαίνει και στην Ελβετία και στη Σουηδία. Στην Ελβετία δε, τα τελευταία πέντε χρόνια, ελάχιστοι είναι εκείνοι που αγοράζουν το σπίτι τους. Επιπλέον παρατηρούμε ότι στη Σουηδία οι υψηλόμισθοι υπάλληλοι του κράτους το 70% του μισθού τους το επιστρέφουν στο κράτος με τη μορφή ποικίλων φόρων. Η απουσία ιδιοκατοίκησης και η βαριά φορολογία των υψηλόμισθων θα πρέπει να προσεχθούν ιδιαίτερα από τους σημερινούς Έλληνες πολίτες. Ο Γερμανός πολίτης δεν επιδιώκει να αγοράσει δικό του σπίτι, έτσι ώστε να τυγχάνει ελαφράς φορολογίας και να εμφανίζεται στο κράτος χωρίς ιδιοκτησία. Η νοοτροπία του αυτή απορρέει από την διαφορετική αντίληψη που έχει για την γερμανική κοινωνία από αυτή που έχει ο Έλληνας για την ελληνική. Ο Γερμανός, όπως και ο Σουηδός, πιστεύουν πως όλο το κράτος, στο οποίο κατοικούν, είναι μια κοινότητα. Αντιθέτως ο Έλληνας δεν νιώθει το ελληνικό κράτος ως δική του κοινότητα και γι’ αυτό πιστεύει πως η ιδιοκατοίκηση του εξασφαλίζει μια ασφάλεια. Δεν είναι τυχαίο ότι παράλληλα στην ελληνική κοινωνία παρουσιάζονται έντονα φαινόμενα φοροδιαφυγής. Κάτι που είναι αδιανόητο, ή τουλάχιστον τρομερά μειωμένο, στις ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες. Δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί πως η έντονη παρουσία φοροδιαφυγής σε μία χώρα δεν σημαίνει τίποτα άλλο από την παντελή έλλειψη της έννοιας του κράτους ως κοινότητος. Όμως είναι αδιανόητο και όλοι οι Έλληνες να έχουν τη δυνατότητα να αγοράσουν δικό τους σπίτι. Όταν ξέσπασε η οικονομική κρίση η απορία αυτή λύθηκε αμέσως, καθώς διαπιστώθηκε πως η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων είχε αγοράσει δικό της σπίτι, αλλά με δάνειο. Το τραγικό είναι πως οι Έλληνες πολίτες, ακριβώς επειδή είχαν πολύ ανεπτυγμένη την ιδιοκατοίκηση, θεωρήθηκαν ιδιαίτερα πλούσιοι και φορολογήθηκαν αγρίως για την μόνιμη κατοικία τους (είναι αλήθεια πως μόνο η Ελλάδα εμφανίζει τόσο υψηλό δείκτη ιδιοκατοίκησης). Αν η πλειοψηφία των Ελλήνων νοίκιαζε το σπίτι που κατοικούσε, όπως συμβαίνει στους πραγματικά πλούσιους λαούς της Ευρώπης, τότε οι Έλληνες πολίτες θα είχαν αποφύγει αυτόν τον σκόπελο της άγριας φορολογίας. Το μοιραίο, που συνέβη στην περίπτωση των Ελλήνων, ήταν ότι αγόρασαν δικό τους σπίτι με δάνειο και επομένως η ιδιοκατοίκησή τους δεν ήταν ακριβής. Γι’ αυτό το λόγο βρέθηκαν την ίδια ώρα να πληρώνουν το δάνειο του σπιτιού στην τράπεζα και να είναι υποχρεωμένοι ταυτοχρόνως να υποβάλλουν και άγρια διπλή και τριπλή φορολογία. Είναι φανερό δείγμα μιας κοινωνίας, η οποία δεν παράγει. Όλες οι αυτοκρατορίες του παρελθόντος (αναφερόμαστε σ΄ αυτές καθώς τότε δεν υπήρχαν τα σημερινά εθνικά κράτη) λίγο πριν πέσουν ως μόνη πηγή κρατικών εσόδων είχαν τον φόρο ακινήτων και τα τελωνεία, εφό