Εκοιμήθη εν Κυρίω ο Μητροπολίτης πρ. Κισάμου και Σελίνου κυρός Ειρηναίος (Γαλανάκης).
Του Αρχιμανδρίτου του Οικουμενικού Θρόνου
Μακαρίου Γρινιεζάκη,
Διευθυντού του Γραφείου Τύπου της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης.
Εκοιμήθη σήμερα, Μεγάλη Τρίτη, 30 Απριλίου 2013, ο Μητροπολίτης πρ. Κισάμου και Σελίνου Ειρηναίος, ένας μεγάλος Ιεράρχης, ο οποίος έγραψε χρυσή ιστορία για την Κρήτη και το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Ο Μητροπολίτης πρ. Κισάμου και Σελίνου Ειρηναίος (Γαλανάκης), κατά κόσμον Μιχαήλ, γεννήθηκε στο Νεροχώρι, της επαρχίας Αποκορώνου του Νομού Χανίων, στις 12 Αυγούστου το 1911. Ήταν ένα από τα δώδεκα παιδιά της αγροτικής οικογένειας του Γεωργίου Γαλανάκη και της Σοφίας Μαριακάκη.
Το Σεπτέμβριο του 1927, αφού έλαβε το ενδεικτικό της Β΄ τάξεως του Γυμνασίου Βάμου, ενεγράφη στο περιβόητο Ιεροδιδασκαλείο της Ιεράς Μονής Αγίας Τριάδος Τσαγκαρόλων, ενώ τον Οκτώβριο του 1933, μετά από επιτυχείς εξετάσεις ενεγράφη στην Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας, όπου εφοίτησε μέχρι το πέρας των σπουδών του, το 1937.
Από το 1937 και για μια συνεχή δεκαετία υπηρέτησε ως καθηγητής σε διάφορα γυμνάσια των Χανίων, μεταξύ αυτών στο Καστέλι Κισάμου, στον Αλυκιανό και στο Α΄ Γυμνάσιο Χανίων, ενώ παραλλήλως ανέπτυξε σπουδαία εκκλησιαστική δράση πλησίον του μεγάλου Ιεράρχου Κυδωνίας και Αποκορώνου Αγαθαγγέλου Ξηρουχάκη. Το 1940 έλαβε υποτροφία για ευρύτερες σπουδές στην Γερμανία, την οποία όμως, δεν απεδέχθη λόγω του ήδη τότε εκραγέντος ελληνοϊταλικού πολέμου.
Κατά τα χρόνια της Κατοχής δραστηριοποιήθηκε εντόνως σε εθνικό και πατριωτικό επίπεδο. Χαρακτηριστικό είναι ότι συνελήφθη υπό των Γερμανών και κατεδικάσθη εις θάνατον λόγω του επαναστατικού κηρύγματος το οποίον εξεφώνησε στον εορτάζοντα Ιερό Μητροπολιτικό Ναό των Χανίων στις 20 Νοεμβρίου 1943. Τελικώς, όμως, αφέθη ελεύθερος μετά από την έντονη παρέμβαση του τότε Επισκόπου Κυδωνίας Αγαθαγγέλου και πολλών σωματείων των Χανίων, αλλά κυρίως βάσει ενός πλαστού ιατρικού πιστοποιητικού περί ψυχικής ασθενείας του.
Το 1946 εκάρη μοναχός, εχειροτονήθη διάκονος και εν συνεχεία πρεσβύτερος στην Ιερά Μονή Αγίας Τριάδος Χανίων, λαμβάνων το όνομα Ειρηναίος και αμέσως ανέλαβε τα καθήκοντα του υποδιευθυντού της Εκκλησιαστικής Σχολής Κρήτης, θέση την οποία διηκόνησε μέχρι την εις Επίσκοπον Κισάμου και Σελίνου εκλογή του το έτος 1957.
Κατά το διάστημα αυτό (1946-1957) απουσιάσε εκ των καθηκόντων του κατά τα έτη 1950-1952 ευρισκόμενος στην Γαλλία με υποτροφία, όπου εσπούδασε πρακτική Θεολογία και Παιδαγωγικά στα Πανεπιστήμια Παρισίων και Λίλλης, ενώ το 1956 μετέβη στη Φραγκφούρτη προς συνέχιση των σπουδών του. Εκεί υπηρέτησε παράλληλα με τις σπουδές του και την Ελληνική παροικία, την οποία αυτός πρώτος οργάνωσε σε κοινότητα και ενορία.
Η εις επίσκοπον χειροτονία του τελέσθηκε στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Μηνά στις 8 Δεκεμβρίου 1957, ενώ η ενθρόνηση του νέου Επισκόπου πραγματοποιήθηκε παραμονές των Χριστουγέννων, στις 22 Δεκεμβρίου του ιδίου έτους.
Από την πρώτη στιγμή που ανέλαβε τα καθήκοντά του στην Επισκοπή Κισάμου και Σελίνου επέδειξε αξιοθαύμαστη εκκλησιαστική και κοινωνική δραστηριότητα. Ίδρυσε πολλά πνευματικά και κοινωφελή ιδρύματα, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζουν τα οικοτροφεία αρρένων και θηλέων στο Καστέλλι, και τα οικοτροφεία αρρένων στην Παλαιόχωρα, στην Κάνδανο, στις Βουκολιές και στο Κολυμβάρι, ενώ λειτούργησε και στην Αθήνα στέγη για τους άπορους φοιτητές της επαρχίας του. Κατά την δεκαετία 1960-1970 εφιλοξενούντο στα ιδρύματα της Μητροπόλεως 900 παιδιά ετησίως.
Αξιοσημείωτες επίσης ήταν και οι προσπάθειές του στον τομέα της επαγγελματικής αποκαταστάσεως των νέων ανθρώπων των Επαρχιών του Κισάμου και Σελίνου. Για το λόγο αυτό ίδρυσε Τεχνική Σχολή με οικοτροφείο, Οικοκυρική Σχολη, Εκκλησιαστικό Τυπογραφείο, Εργαστήριο ξυλογλυπτικής και Σχολή Κεραμεικής.
Το ενδιαφέρον του σεμνού και ακάματου Ιεράρχου υπήρξε μοναδικό ακόμη και στον τομέα της αναβιώσεως της ζωής της υπαίθρου, της διατηρήσεως των ηθών και εθίμων του τόπου, της μουσικής παραδόσεως, του δημοτικού και ριζίτικου τραγουδιού και γενικώς όλων των εθνικών και θρησκευτικών παραδόσεων. Με γνώμονα την διατήρηση του ανόθευτου κρητικού στοιχείου και την επικράτηση της τοπικής ταυτότητος δημιούργησε συλλόγους, εθέσπισε ειδικές εορτές και ίδρυσε την Σχολή Μουσικής και την Φιλαρμονική της Μητροπόλεως, ενώ παραλλήλως προσπάθησε να απαλύνει τον ανθρώπινο πόνο ιδρύοντας τη Σχολη Κωφαλάλων στο Καστέλι και το Αννουσάκειο Γηροκομείο-Θεραπευτήριο.
Το 1965 ίδρυσε την Ορθόδοξη Ακαδημία Κρήτης την οποία επισήμως εγκαινίασε τον Οκτώβριο του 1968 και η οποία ανέπτυξε από της ιδρύσεώς της μέχρι και σήμερα πλούσιο και πρωτοποριακό έργο. Στο χώρο αυτό, ο οποίος πολύ σύντομα έγινε σημείο πανορθόδοξης αναφοράς, αναπτύσσεται ο διάλογος, καλλιεργείται η επιμόρφωση του πληρώματος της Εκκλησίας, μαρτυρείται το Ευαγγέλιο, ενισχύεται το έργο της Ιεραποστολής, πραγματοποιούνται διεθνή Συνέδρια, τα οποία καθιστούν την Ορθόδοξη Ακαδημία Κρήτης παγκοσμίως γνωστή.
Το 1966 μετά το θλιβερό ναυάγιο του πλοίου «Ηράκλειον» ξεκινά τις διαδικασίες για την ίδρυση της Ναυτηλιακής Εταιρείας ΑΝΕΚ, η οποία τελικώς ιδρύθηκε στις 10 Απριλίου το 1967 και τον ορίζει ισόβιο Πρόεδρο με απόφαση όλων των φορέων Χανίων και Ρεθύμνου.
Λόγω του οικουμενικού πνεύματος, το οποίο τον διέκρινε και της θεολογικής και φιλοσοφικής του μορφώσεως, το Οικουμενικό Πατριαρχείο και η Εκκλησία της Κρήτης τον εμπιστεύονται σε υψηλές εκκλησιαστικές αποστολές στην Ευρώπη αλλά και σε όλο τον κόσμο. Έτσι το 1961 μετείχε στην γενική συνέλευση του Π.Σ.Ε. στον Νέο Δελχί. Το 1965 μεταβαίνει στην Βενετία και στη Ρώμη για τις διαπραγματεύσεις της επανακομιδής της Τιμίας Κάρας του Αγίου Τίτου. Το 1967 συμμετέχει στην Συνέλευση του Συμβουλίου Ευρωπαϊκών Εκκλησιών στο Portsham της Αυστρίας. Το 1968 μετέχει στην Δ΄ Γενική Συνέλευση του Π.Σ.Ε. στην Ουψάλα. Το 1969 μετέχει στις εργασίες της Επιτροπής Προσφύγων και Διεκκλησιαστικής Βοήθειας του Π.Σ.Ε. στη Γενεύη. Το 1970 μεταβαίνει στη Βιέννη και ομιλεί στο Ίδρυμα PRO ORIENTE. Το 1975 προεδρεύει στον επίσημο διάλογο μεταξύ των Παλαιοκαθολικών στο Σαμπεζύ, ενώ παραλλήλως συμμετείχε σε πολλά Συνέδρια των Κρητών της Αμερικής στην Κρήτη αλλά και στην Αμερική.
Το 1972 εκλέγεται από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Μητροπολίτης Γερμανίας και αναχωρεί στις 30 Ιανουαρίου από το λιμάνι των Χανίων με το πλοίο «ΚΥΔΩΝ» για τον Πειραιά με την παρουσία χιλιάδων ανθρώπων από τις επαρχίες Κισάμου και Σελίνου, οι οποίοι με ανάμεικτα συναισθήματα πρόπεμπαν τον Επίσκοπό τους στην νέα του διακονία.
Ενθρονίζεται στη Βόννη στις 6 Φεβρουαρίου και μέσα σε δύο χρόνια κατορθώνει με ενέργειές του να αναγνωρισθεί η Ιερά Μητρόπολη Γερμανίας από το Γερμανικό Κράτος ως Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου, με αποτέλεσμα την εξασφάλιση αδείας για ανέγερση ναών σε μεγάλες πόλεις και την ίδρυση δύο ινστιτούτων Ορθοδόξου Θεολογίας στο Μόναχο και στο Μύνστερ. Αποτέλεσμα της μεγάλης δράσεως του και της ενεκτιμήτου προσφοράς του προς τους Έλληνες μετανάστες της Γερμανίας αλλά και προς τον όλο το Γερμανικό λαό ήταν η τιμή του Μεγαλόσταυρου της Γερμανικής Δημοκρατίας την οποία του απένειμε ο ίδιος ο Πρόεδρος της Γερμανίας, το 1978.
Το 1980 μετά την εκλογή του Μητροπολίτου Κισάμου και Σελίνου Κυρίλλου Κυπριωτάκη σε Μητροπολίτη Γορτύνης και Αρκαδίας ο Ειρηναίος με πρωτοβουλία του λαού εγκαθίσταται στην Μητρόπολη Κισάμου και Σελίνου. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο κηρύττει έκπτωτο τον Γερμανίας Ειρηναίο και εκλέγει στη θέση του τον επίσκοπο Ελαίας Αυγουστίνο ωστόσο, η Ιερά Επαρχιακή Σύνοδος επανεκλέγει μετά από μερικούς μήνες τον Ειρηναίο σε Μητροπολίτη Κισάμου και Σελίνου, στις 26 Ιανουαρίου 1981.
Η επιστροφή του στην Κρήτη σηματοδοτεί νέους αγώνες για την τοπική κοινωνία των επαρχιών Κισάμου και Σελίνου. Ενδεικτικώς αναφέρεται ότι πρωτοστατεί σε εκδήλώσεις υπέρ της ειρήνης στο Ακρωτήρι Χανίων και εγκαινιάζει το Κέντρο μελέτης προβλημάτων ειρήνης στη Μητρόπολή του. Η όλη του δραστηριότητα για την ειρήνη εκτιμάται όλως ιδιαιτέρως από την Ακαδημία Αθηνών, η οποία τον βραβεύει τον Δεκέμβριο του 2000.
Χαρισματικός στο λόγο και στη γραφίδα ο Μητροπολίτης πρ. Κισάμου και Σελίνου Ειρηναίος έχει πλούσια συγγραφική δράση. Στην Μητρόπολή του εξέδιδε με προσωπική του φροντίδα το περιοδικό «Χριστός και Κόσμος» αλλά παραλλήλως έχει δημοσιεύσει και πολλά αυτοτελή έργα με θρησκευτικό και κοινωνικό περιεχόμενο. Μεταξύ αυτών είναι τα βιβλία του: «Ο Ποιητής των ωραίων ψυχών», «Πορείες και αλήθεις για τον αγαπημένο μου Χριστο», το οποίο επανεξεδόθη το 2008 από τις εκδόσεις Ακρίτας με την επιμέλεια του αρχιμ. Μακαρίου Γρινιεζάκη, «Αθάνατα Λόγια», «Ο διδάσκαλος της θρησκείας διά μέσου των αιώνων», «Η αιώνια γυναίκα», «Προς ενα χριστιανικό γάμο», «Θρησκεία και Ζωή», «Πολιτική ευθύνη του Χριστιανού» κ.α.
Τον Ιούνιο του 2005 ο Μητροπολίτης Κισάμου και Σελίνου Ειρηναίος παραιτείται οικειοθελώς από τη θέση του Μητροπολίτου. Η Ιερά Επαρχιακή Σύνοδος αποδέχεται την παραίτησή του στις 30 Ιουνίου, ενώ η Α.Θ.Π. ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος με Πατριαρχικο Γράμμα εκφράζει την ευαρέσκεια και τον έπαινο της Εκκλησίας για την πολυδιάστατη και ανεκτίμητη προσφορά του παραιτηθέντος Μητροπολίτου. Στις 23 Αυγούστου του ίδιου έτους γίνεται Συνοδική Λειτουργία στο Καστέλι Κισάμου, όπου η Ιερά Επαρχιακή Σύνοδος της Εκκλησίας της Κρήτης του εκφράζει την ευγνωμοσύνη και την ευχαριστία της.
Ο Μητροπολίτης Ειρηναίος σήμερα ευρίσκεται υπό το βάρος των εκατό ετών. Κατά κοινήν ομολογία είναι μια από τις σημαντικότερες εκκλησιαστικές φυσιογνωμίες της Εκκλησίας Κρήτης του 20ου αιώνα. Διεκρίθη για τις κοινωνικές του ευαισθησίες, την εκκλησιαστική του δράση, το φλογερό του λόγο, την εργατικότητά του, την υψηλή του μόρφωση, το συγγραφικό του παρόν, ενώ αγαπήθηκε από το λαό των Επαρχιών του Κισάμου και Σελίνου και τιμήθηκε ως πραγματικός ποιμένας και έλληνας πατριώτης.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Γεωργίου Παπαδάκη, Ειρηναίος ο Γαλανάκης Μητροπολίτης Κισάμου και Σελίνου Κρήτης, Θ.Η.Ε. τ. 4ος, 439-440. Μητροπολίτης Ειρηναίος Οραματισμοί - Αγώνες – Καρποί, Χαριστήριος Τόμος υπό την αιγίδα της Ι. Επαρχιακής Συνόδου της Εκκλησίας Κρήτης, Κίσαμος 2008. Αρχιμ. Ανδρέου Νανάκη, Εκκλησιαστικά Κρήτης, 19ος – 20ος αιώνας, Θεσσαλονίκη 1997.