Προσφώνησις τοῦ Σεβ. Ἀρχιεπισκόπου Κρήτης κ. Εἰρηναίου, κατά τήν ὑποδοχήν τῶν Προκαθημένων τῶν Ἁγιωτάτων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν
Προσφώνησις
τοῦ Σεβ. Ἀρχιεπισκόπου Κρήτης κ. Εἰρηναίου,
Προέδρου τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης,
κατά τήν Δοξολογίαν διά τήν ὑποδοχήν τῶν Προκαθημένων
τῶν Ἁγιωτάτων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν
(Ἱ. Καθεδρικός Ναός Ἁγ. Τίτου Ἡρακλείου, Σάββατον 18 Ἰουνίου 2016)
Παναγιώτατε Ἀρχιεπίσκοπε Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης καί Oἰκουμενικέ Πατριάρχα κ.κ. Βαρθολομαῖε,
Mακαριώτατοι Πατριάρχαι καί Ἀρχιεπίσκοποι τῶν Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν μετά τῶν τιμίων Συνοδειῶν Ὑμῶν,
Ἐξοχώτατοι Ἐκπρόσωποι τῆς Ἑλληνικῆς Κυβερνήσεως καί τῆς Τοπικῆς Αὐτοδιοικήσεως,
Ἐντιμώτατοι Ἐκπρόσωποι τῶν Ἐκπαιδευτικῶν, Στρατιωτικῶν, Ἀστυνομικῶν καί λοιπῶν Ἀρχῶν καί Φορέων,
Ἀγαπητοί ἀδελφοί,
Λαμπροφορεῖ σήμερον τό Ἡράκλειον, καί ἀγάλλεται ἡ Μεγαλόνησος Κρήτη, διά τήν εὐλογητήν καί σεπτήν παρουσίαν πάντων Ὑμῶν, τῶν Ἁγιωτάτων Προκαθημένων τῶν ἀνά τόν κόσμον Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἐν τῷ πλαισίῳ τῶν ἐργασιῶν τῆς πολυποθήτου Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν Ἐκκλησίας!
Χαίρει καί σκιρτᾶ ἅπασα ἡ Ἱεραρχία, ὁ Ἱερός Κλῆρος, αἱ Μοναστικαί Ἀδελφότητες, οἱ πρόκριτοι τοῦ λαοῦ καί μετ’ αὐτῶν σύμπας ὁ φιλευσεβής Κρητικός Λαός τῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας Κρήτης, δι’ ὅσα ὁ Θεός ἠξίωσεν ἡμᾶς. Ὄντως ἐξαίσια καί παράδοξα βιώνομεν πάντες οἱ Κρῆτες, κατάς τάς εὐσήμους ἡμέρας ταύτας! Εἴη τό Ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον!
Ἡ ἐπιλογή τῆς Μεγαλονήσου Κρήτης, ἑνός Τόπου Ἀποστολικοῦ, ἱστορικοῦ, μαρτυρικοῦ, καί γενναίου, διά τήν φιλοξενίαν τῶν ἐργασιῶν τῆς ἀναμενομένης ἀπό αἰώνων Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀποτελεῖ δι’ ἡμᾶς ὑψίστην εὐλογίαν καί τιμήν. Ἡ σύγκλησις τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἀποτελεῖ ἤδη κορυφαῖον Ἐκκλησιαστικόν Γεγονός, τό ὁποῖον θά σηματοδοτῆ πλέον τήν Ἱστορίαν τῆς Ἐκκλησίας ἡμῶν, ὡς καί συμπάσης τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Δοξολογοῦμεν καί εὐλογοῦμεν τό πάντιμον καί μεγαλοπρεπές Ὄνομα τοῦ Τρισαγίου Θεοῦ, δι’ ὅσα ἐπεφύλαξεν διά τήν Μεγαλόνησον Κρήτην, τόν λαόν καί τήν Παράδοσιν αὐτῆς.
Παναγιώτατε, Μακαριώτατοι,
Καλωσορίζομεν πάντας Ὑμᾶς εἰς τό ἱερόν χῶμα τῆς Μεγαλονήσου ἡμῶν, τό νοτισθέν ὑπό τῶν δακρύων καί τῶν ἰδρώτων τοῦ Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν Παύλου καί τοῦ Πάτρωνος ἡμῶν, Ἁγίου Ἀποστόλου Τίτου, τῶν Ἁγίων Ἱεραρχῶν, Μαρτύρων, Ὁμολογητῶν, Ὁσίων καί Νεομαρτύρων τῆς Κρήτης, οἱ ὁποῖοι κοσμοῦν τό Ἁγιολόγιον τῆς Τοπικῆς ἡμῶν Ἐκκλησίας.
Ὑποδέχεται σήμερον πάντας Ὑμᾶς, ὁ πνευματικός Πατήρ τῆς Ἐκκλησίας ἡμῶν, ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Τίτος, ὁ τοῦ Παύλου συνέκδημος καί μαθητής, ὁ Πρωτεπίσκοπος τῆς πνευματικῆς ζωῆς καί πορείας τῆς Μεγαλονήσου ἡμῶν. Ἰδιαιτέρως κατά τό τρέχον ἔτος, κατά τό ὁποῖον συμπληροῦνται πεντήκοντα ἔτη ἀπό τῆς ἐπανακομιδῆς τῆς Τιμίας Κάρας Αὐτοῦ ἐκ Βενετίας εἰς Κρήτην, ἡ ὁποία εὑρίσκεται εὐλογητικῶς ἐν τῷ μέσῳ ἡμῶν.
Δοξολογία ἐξέρχεται ἐκ τῶν καρδίων ἡμῶν, ταύτην τήν εὔσημον ὥραν. Καί εἰς τήν δοξολογίαν ταύτην προστίθεται ἡ διάπυρος παράκλησις ὅπως ὑψώσητε τάς Ὑμετέρας χεῖρας καί εὐλογήσητε ἅπαν τό πλήρωμα τῆς εὐάνδρου Ἐκκλησίας Κρήτης, τόν λαόν ἡμῶν.
Ἡ καρδία τῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας Κρήτης, εὐφραινομένη καί εὐγνωμονοῦσα, πάλλεται ἀπόψε ἐνταῦθα. Ἡ κληρουχία τοῦ Τίτου, ἡ ἔχουσα τήν εὐλογίαν τῆς κανονικῆς ἐξαρτήσεως αὐτῆς ἐκ τοῦ Πανσέπτου Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἐκ τῆς Βασιλίδος τῶν Πόλεων, διά μίαν εἰσέτι φοράν, διατρανώνει τά αἰσθήματα σεβασμοῦ καί τιμῆς πρός τήν Ὑμετέραν Θειοτάτην Παναγιότητα καί τήν Μητέρα ἡμῶν Ἁγίαν τοῦ Χριστοῦ Μεγάλην Ἐκκλησίαν, καθώς καί πρός τάς λοιπάς Τοπικάς Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας.
Ἡ Ἀποστολική Ἐκκλησία τῆς Κρήτης ἔχει ὡς διαχρονική πυξίδα πορείας αὐτῆς τήν πρός Τίτον Ἐπιστολήν τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, εἶναι Ἡμιαυτόνομος συντεταγμένη Ἐκκλησία, ὑπό τήν κανονικήν ἐξάρτησιν ἐκ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, μετά ἰδικοῦ Της Καταστατικοῦ Χάρτου, Νόμου τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας καί ἔχουσα ἀνεγνωρισμένη Νομικήν Ὑπόστασιν.
Ἡ Ἐκκλησία τῆς Μεγαλονήσου ἡμῶν, διακονεῖ τόν ἡρωοτόκον Λαόν τῆς Κρήτης, ὁ ὁποῖος προκειμένου νά διακρατήση τά ζώπυρα τῆς Ὀρθοδόξου εὐσεβείας ἠνάλωσε ἑαυτόν ὑπέρ βωμῶν καί ἑστιῶν. Παρά τάς περιπετείας τῆς Ἱστορίας, τάς ποικίλας κατοχάς καί τούς ζυγούς, τούς ὁποίους ὑπέστη, παρέμεινεν ἐν τῷ μέσῳ τῆς Μεσογείου Θαλάσσης, ἀταλάντευτος, μαρτυροῦσα ἀδιαπτώτως καθ’ ἑκάστην, τήν Πατρώαν πίστιν καί τάς Ἱεράς Παραδόσεις τοῦ Γένους.
Οἱ Κρῆτες ἐντός τῆς παγκοσμίου Ἱστορίας τῆς Μεσογείου ἔχουν τήν συνεισφοράν αὐτῶν καί διεμόρφωσαν διά τοῦ Ἀρχαίου Προϊστορικοῦ, Μινωϊκοῦ καί Χριστιανικοῦ Πολιτισμοῦ αὐτῶν, τήν πορείαν τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Πνεύματος, τό ὁποῖον ὀφείλει νά ἐπανεύρη τάς ρίζας αὐτοῦ, ἰδιαιτέρως εἰς τούς μεταβαλλομένους ποικίλως συγχρόνους καιρούς.
Πολυπαθὴς καὶ πολύαθλος εἶναι ἡ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία τῆς Κρήτης. Ἔδωσε τὴν καλὴν μαρτυρίαν μετά πλήθους Μαρτύρων καὶ Νεομαρτύρων, Ὁσίων καὶ Δικαίων. Ὑπέμεινε διώξεις, ἐπιδρομὰς ἀλλοφύλων ἐχθρῶν καὶ μακροτάτας περιόδους ξενικῆς δουλείας. Εἰς τὴν δισχιλιετῆ ζωήν αὐτῆς τὰ ἔτη τῆς δουλείας εἶναι 1180, πολὺ περισσότερα ἀπὸ τὰ ἔτη ἐλευθέρου βίου. Κατὰ τὰς μακρὰς καὶ σκληρὰς περιόδους τῶν ξενικῶν ζυγῶν, Ρωμαίων, Ἀράβων, Βενετῶν, Τούρκων, Γερμανῶν, ἡ ἐν Κρήτῃ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἵσταται ἀκλόνητος ἐπὶ τὴν στερρὰν τῆς πίστεως πέτραν, στηρίζουσα τὸν εὐσεβὴ λαὸν καὶ διατηροῦσα τοῦτον ἀλώβητον ἀπὸ δογματικὰς ἐκτροπὰς καὶ ὠργανωμένους προσηλυτισμούς, σταθερὰν ἔχουσα τὴν ἐξάρτησιν ἀπὸ τὸ σεπτὸν Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον. Λόγῳ τῶν ἰδιαιτέρων ἱστορικῶν συνθηκῶν τῆς Νήσου ἡμῶν, ἡ Ἐκκλησία τῆς Κρήτης διεμόρφωσε ἰδίαν διοικητικὴν ταυτότητα, κατωχυρωμένην ὑπὸ τῶν Νόμων τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους καὶ ἐγκεκριμένην ὑπὸ τῆς σεπτῆς κορυφῆς, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.
Κατὰ τοὺς δύο τελευταίους αἰῶνας τῆς Βενετοκρατίας, ἡ Ἐκκλησία Κρήτης, ἀνεδείχθη ἰσχυρὸν Κέντρον Ἑλληνικῆς καὶ Χριστιανικῆς παιδείας. Τὰ μεγάλα μοναστήριά της ὠργάνωσαν μεγάλας βιβλιοθήκας, Κέντρα ἀντιγραφῆς ἑλληνικῶν χειρογράφων καὶ καλλιτεχνικὰ ἐργαστήρια, εἰς τὰ ὁποῖα ἡ ἱερὰ τέχνη τῆς εἰκόνος ἀνυψώθη εἰς περιωπήν, τὴν περιώνυμον «Κρητικὴν Σχολὴν Ζωγραφικῆς», μετά τῶν λαμπρῶν ἐκπροσώπων αὐτῆς, τὸν Μιχαὴλ Δαμασκηνόν καὶ Θεοφάνη τὸν Κρῆτα. Αὐτῆς τῆς Σχολῆς τρόφιμος καὶ δόξα εἶναι ὁ Δομήνικος Θεοτοκόπουλος. Ἡ Κρήτη τοῦ 16ου καὶ 17ου αἰῶνος εἶναι, ὅπως ἐλέχθη «Ἑλλάδος Ἑλλὰς καὶ τοῦ Ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ ἔμπεδος ἀκρόπολις», ἀναδείξασα μεγάλας μορφὰς λογίων Ἐκκλησιαστικῶν ἀνδρῶν καὶ Ἱεραρχῶν, ἐλάμπρυνε τὴν ὅλην Ἐκκλησίαν, ἀναδείξασα σπάνια ἀναστήματα παιδείας καὶ ἀρετῆς, ὅπως ὁ Μελέτιος Πηγᾶς, ὁ Μάξιμος Μαργούνιος, ὁ ἱερομάρτυς Κύριλλος Λούκαρις καὶ πολλοί ἄλλοι.
Αἱ ὑψηλαί κορυφαί τῆς Κρήτης διακρατοῦν εἰς περιόπτους θέσεις τό ἱερόν Σύμβολον τῶν Χριστιανῶν, τόν Τίμιον τοῦ Κυρίου Σταυρόν καί ὑπό τήν σκέπην καί τήν προστασίαν αὐτοῦ, ταῖς πρεσβείαις τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας ἡμῶν, διαφυλλάσσουν τήν ἀναστροφήν καί ἐμπνέουν τόν βηματισμόν τῶν Κρητῶν.
Παναγιώτατε, Μακαριώτατοι,
Ἐκεῖνον τό θυσιαστικόν πνεῦμα, τήν ζέσιν τῆς πίστεως, τήν ἱεράν φλόγαν τοῦ ἱεραποστολικοῦ φρονήματος, πρό πάντων δε τήν ἀγάπην εἰς τόν Χριστόν, προσευχόμεθα ἐντόνως καί ἐκ μέσης καρδίας, νά ἔχητε συνεκδήμους κατά τάς ἐργασίας τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου καί μετά ταύτας εἰς τήν περαιτέρω Ἐκκλησιαστικήν ζωήν καί Διακονίαν Ὑμῶν, «τοῖς ἔμπροσθεν ἐπεκτεινόμενοι».
Καλῶς ἤλθατε εἰς τήν Μεγαλόνησον ἡμῶν, τήν Ἁγιοτόκον καί Ἡρωοτόκον Κρήτην, τήν Νῆσον καί τήν «φυτείαν» τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Τίτου!
Allocution
de Son Éminence l’Archevêque Irénée,
Président du saint-synode provincial de l’Église de Crète
lors de la Doxologie pour la réception des Primats
des très-saintes Églises orthodoxes
(Cathédrale Saint-Tite d’Héraklion – samedi, le 18 juin 2016)
Votre toute-Sainteté Archevêque de Constantinople, Nouvelle Rome, et Patriarche œcuménique Bartholomaios,
Vos Béatitudes Patriarches et Archevêques des Églises orthodoxes autocéphales avec vos vénérables délégations,
Vos Excellences les Représentants du Gouvernement hellénique et des autorités régionales,
Honorables Représentants des autorités et organismes éducatifs, militaires, policiers et autres,
Frères bien-aimés,
Aujourd’hui la cité d’Héraklion brille de mille feux et la Grande-Île de Crète se réjouit de la présence bénie des très-saints Primats des Églises orthodoxes à travers le monde dans le contexte des travaux du saint et grand Concile de notre Église orthodoxe tant attendu !
La hiérarchie, le pieux clergé, les ordres monastiques, les représentants élus du peuple et, avec eux, le peuple Crétois croyant de l’Église apostolique de Crète jubilent pour tout ce dont Dieu nous a gratifié. Que le Nom du Seigneur soit béni !
Le choix de la Grande-Île de Crète – pays apostolique, historique, pays de martyre et de courage – comme lieu de déroulement des travaux du saint et grand Concile de l’Église orthodoxe, attendu depuis des siècles, est pour nous une grande bénédiction et un insigne honneur. La convocation du saint et grand Concile de l’Église orthodoxe constitue déjà un événement ecclésial majeur qui marquera désormais l’histoire de notre Église et de l’Église orthodoxe tout entière. Nous glorifions et bénissons le Nom vénérable et magnifique du Dieu trois-fois-Saint pour tout ce qu’il a réservé à la Grande-Île de Crète, son peuple et sa tradition.
Sainteté, Béatitudes,
Nous Vous souhaitons à tous la bienvenue sur le sol sacré de notre île, arrosé des larmes et de la sueur de saint Paul, l’Apôtre des Nations, et de saint Tite notre saint Patron, des saints Pontifes, Martyrs, Confesseurs, Bienheureux et nouveaux Martyrs de Crète qui ornent le synaxaire de notre Église locale.
Vous êtes aujourd’hui accueillis par le Père spirituel de notre Église, le saint Apôtre Tite, compagnon et disciple de Paul, le premier évêque de la vie et cheminement spirituel de notre Grand-Île. Et cela, d’autant plus que l’année en cours, nous fêtons le cinquantenaire marquant la translation, de Venise en Crète, de sa vénérable tête, trangible bénédiction parmi nous.
Un chant d’action de grâce jaillit de nos cœurs en cette heure solennelle. À cette doxologie vient s’ajouter notre chaleureuse prière de lever Vos mains pour bénir le plérôme de l’Église de Crète dotée en hommes valeureux, notre peuple.
Rempli de joie et de gratitude, le cœur de l’Église apostolique de Crète bat ce soir ici. Le lot que Tite reçut en partage, béni d’être sous l’obédience canonique du très-saint Trône œcuménique, de la Reine des Villes, déclare une fois encore haut et fort les sentiments de respect et d’honneur que nous vouons à Votre toute-Sainteté et notre Mère la sainte Grande Église du Christ, ainsi qu’aux autres Églises orthodoxes locales.
L’Église apostolique de Crète, ayant pour guide de son parcours séculaire l’épître de saint Paul à Tite, est une Église de statut semi-autonome, relevant de la juridiction canonique du Patriarcat œcuménique, possédant sa propre charte constitutionnelle ratifiée par une loi de l’État hellénique et ayant la personnalité juridique.
L’Église de notre Grande-Île est au service du peuple Crétois ayant engendré de héros qui, pour préserver les dernières étincelles de la foi orthodoxe, s’est consacrée au combat pour les autels et les foyers. En dépit des péripéties de l’histoire, ayant subi divers jougs et occupations, elle est demeurée inébranlable au milieu de la mer Égée, témoignant chaque jour infailliblement de la foi ancestrale et des traditions sacrées de notre pieuse Nation de croyants.
Les Crétois ont apporté leur contribution à l’histoire mondiale de la mer Égée, informant, par la civilisation antique préhistorique, minéenne et chrétienne, le progrès de l’esprit européen qui doit renouer avec ses racines, surtout dans les temps modernes sujets à de nombreuses transformations.
L’Église apostolique de Crète, jalonée d’épreuves et riche en exploits, a donné son bon témoignage avec une multitude de martyrs anciens et nouveaux, de bienheureux et de justes. Elle a supporté des persécutions, des invasions d’ennemis étrangers, et de très-longues périodes de joug étranger. Dans sa vie deux-fois millénaire, le nombre des années s’élève à mille-cent-quatre-vingt, plus que celles de vie libre. Au cours des longues et dures périodes de jougs étrangers, de Romains, d’Arabes, de Vénitiens, de Turcs, d’Allemands, l’Église du Christ en Crète se tient inébranlable sur le roc solide de la foi, soutenant le peuple pieux, le préservant indemne de dérives dogmatiques et de campagnes de prosélytisme, solidement attachée à son obédience du vénérable Patriarcat œcuménique. En raison des conditions propres à notre Île, l’Église de Crète a informé sa propre identité administrative garantie par la loi grecque et approuvée par le Patriarcat œcuménique, son auguste chef.
Au cours des deux derniers siècles de l’occupation vénitienne, l’Église de Crète s’est avérée en centre d’éducation grecque et chrétienne. Ses illustres monastères ont organisé de grandes bibliothèques, des centres de copie de manuscrits grecs et des ateliers d’art, la célèbre « École d’Art Crétoise » où fleurit l’iconographie avec Michel Damascène et Théophane le Crétois ses représentants de grand renom. Domenico Theotocopoulos en fut élève et le fleuron. La Crète du XVIe et du XVIIe siècle fut qualifiée « de Grèce de la Grèce et de solide bastion de la civilisation grecque » ; elle a donné naissance à de grandes figures d’érudits, clercs et évêques ; pays natal d’hommes d’érudition et de vertu de stature exceptionnelle dont Mélétios Pégas, Maxime Margounios, le saint martyr Cyrille Loucaris.
Les cimes de Crète réservent une place éminente au symbole sacré des chrétiens, la sainte Croix du Seigneur et, sous sa garde et protection, par l’intercession des saints de notre Église, sauvegardent le mode de vie et inspirent la marche des Crétois.
Sainteté, Béatitudes,
Notre prière fervente et cordiale est que vous ayez pour compagnons de route, l’esprit de sacrifice, l’ardeur de la foi, le feu sacré du sentiment missionnaire durant les travaux du saint et grand Concile et, après, dans votre vie et ministère ecclésial, « tous tendus en avant vous élançant vers le but fixé » (cf. Ph 3, 13).
Soyez les bienvenus dans notre Grande-Île, Crète, le pays natal de saints et de héros, et le « plant » du saint Apôtre Tite qui a pris racine ici !