Η Εορτή του Οσίου Ιωσήφ του Ηγιασμένου στην Ενορία Αγίας Τριάδος Ηρακλείου (ΦΩΤΟ)
Την Πέμπτη 22 Ιανουαρίου 2015 τιμήθηκε στον Ενοριακό Ιερό Ναό Αγίας Τριάδος Ηρακλείου με πανηγυρικό τρόπο, όπως κάθε χρόνο, η μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Ιωσήφ του Ηγιασμένου, προεξάρχοντος της Ευχαριστιακής Συνάξεως, του Σεβασμιωτάτου Αρχιεπισκόπου Κρήτης κ. κ. Ειρηναίου.
Ο Σεβασμιώτατος κήρυξε τον θείο λόγο στο πυκνό Εκκλησίασμα, μεταξύ των οποίων και πολλοί μικροί μαθητές των Δημοτικών Σχολείων της περιοχής, τους διδασκάλους των οποίων ο Σεβασμιώτατος επαίνεσε ιδιαιτέρως για την πρωτοβουλία τους να φέρουν τα παιδιά για εκκλησιασμό.
Μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας ακολούθησε κέρασμα στην αίθουσα της Ενορίας στην οποία λειτούργησε και έκθεση παραδοσιακών εργοχείρων δημιουργημάτων των εργαστηρίων της Ενορίας.
Ο βίος του Οσίου Ιωσήφ του Ηγιασμένου
Ο Όσιος Ιωσήφ o επονομαζόμενος Σαμάκος, γεννήθηκε το 1440 στο χωριό Κέραμος, το οποίο ταυτίζεται με το σημερινό χωριό Αζωκέραμος, της Επαρχίας Σητείας. Πιθανολογείται ότι η προσωνυμία «Σαμάκος» συνδέεται με την επιφανή οικογένεια Σαμακιδών της εκείνης περιοχής. Μάλιστα υπάρχει έως σήμερα τοποθεσία με την τοπωνυμία «το Μετόχι του Σαμακίδη».
Σε μικρή ηλικία πόθησε ο Όσιος να μάθει τα ιερά γράμματα, καθώς είχε ένθεο ζήλο προς την Εκκλησία. Εκείνο λοιπόν το καιρό, το Μοναστήρι της Ακρωτηριανής, Τοπλού, το οποίο βρισκόταν σε κοντινή απόσταση από το πατρικό του σπίτι, ήταν και σχολείο καθώς εκείνη την εποχή ήταν αρκετά δύσκολο να σπουδάσουν γράμματα τα παιδιά. Ο Ιωσήφ ήταν πραγματικά το στολίδι τον γονέων του και η ψυχική τους ανάπαυση, κατά το βιβλικό : «παίδευε υιόν σου και αναπαύσει σε και δώσει κόσμον τη ψυχή σου» (Παροιμ. ΚΘ΄ 17). Δεν ήταν εξαιρετικά καλός μόνο στα γράμματα. Ήταν και πρόθυμος να υπακούει πάντοτε σε ό,τι και αν του ζητούσαν, σε ό,τι και αν του συνιστούσαν. Έτσι ζούσε με τους γονείς του έχοντας απόλυτη υπακοή και σεβασμό απέναντί τους, και ομόρφαινε κάθε μέρα με περισσότερες αρετές. Προσευχόταν δε κάθε μέρα και νύχτα και παρακαλούσε τον πανάγαθο Θεό να του δείξει το δρόμο της αλήθειας και να τον οδηγήσει να επιτύχει αρμόδιο και ακύμαντο λιμάνι για να αποφύγει τις τρικυμίες και τις ταραχές της μάταιης ζωής και τις πολλές και ποικίλες παγίδες του διαβόλου, ώστε να κερδίσει την μακαρία ζωή των δικαίων και ενάρετων ανδρών.
Αφού ήλθε, ο μακάριος Ιωσήφ, σε ηλικία δεκτή μαθήσεως, ύστερα από τα πρώτα του γράμματα στην Μονή Τοπλού, εδόθη από τους γονείς του σε ένα σεβάσμιο και έμπιστο γι’αυτούς πρόσωπο. Στον Αββά της Μονής του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, η οποία ήταν κανονικό παράρτημα της Μονής Ακρωτηριανής, και το οποίο Μονύδριο υπήρχε στην περιοχή Δερματά στην πόλη του Ηρακλείου, εκεί που βρίσκεται ο σημερινός Ναός της Α. Τριάδος. Έβαλε, με την ευλογία των γονέων του, μετάνοια σε αυτόν τον ενάρετο γέροντα, και αυτός τον πήρε στο Μοναστήρι του Αγίου Ιωάννου, διδάσκοντάς του την μοναχική πολιτεία. Από τότε ο Όσιος Ιωσήφ καταγινόταν σε κόπους ασκητικούς, σε τέλεια αποχή από το κακό και σπούδαζε να απομακρύνει τις ηδονές και το κοσμικό φρόνημα, για να αξιωθεί να γίνει ταπεινός δούλος του Επουρανίου Βασιλέως. Του άρεσε να δουλεύει: «Θεώ ζώντι και αληθινώ» (Α΄Θεσ . α΄9). Είχε επίσης και ως εργόχειρο την καλλιγραφία. Οι γονείς του βλέποντας την θεοσέβεια και την μεγάλη αρετή που είχε ο γιος τους ευφραίνονταν και δόξαζαν τον Θεό.
Ήλθε ο καιρός που οι γονείς του Οσίου αποδήμησαν προς Κύριο. Και αφού δεν είχαν άλλο παιδί, ο Ιωσήφ έγινε ο μόνιμος κληρονόμος ολόκληρης της περιουσίας. Και όμως δεν νικήθηκε από αυτή την περιουσία. Με την συμβουλή του Γέροντός του τα διαμοίρασε στους φτωχούς, και μένοντας ελεύθερος πλέον παραδόθηκε στην υποταγή με μεγάλη ταπείνωση. Έτσι δαμάζοντας το σώμα του με υπέρμετρη νηστεία και αγρυπνία, με αμέτρητες γονυκλισίες και αδιάλειπτη προσευχή, νίκησε τις ανάγκες της φύσεως με λίγο νερό και ψωμί και ελάχιστο ύπνο, γινόταν σκεύος καθαρό του Αγίου Πνεύματος. Επίσης παρόλο που η Μονή του βρισκόταν εντός των τειχών της πόλεως του Ηρακλείου, αυτός νικούσε όλες τις πανουργίες του διαβόλου, ώστε και οι Άγγελοι να εκπλήσσονται. Διότι νέκρωνε τον παλαιό άνθρωπο «συν τοις παθήμασι και ταις επιθυμίαις» (Γαλ. 5,24) με την άσκηση και την υπακοή. Δοκιμασθείς, ο Ιωσήφ, και ευρεθείς κατά πάντα άξιος, ο Γέροντάς του τον έκρινε ικανό για το αξίωμα της Ιεροσύνης. Τον έστειλε λοιπόν στον οικείο Επίσκοπο, ο οποίος γνώριζε την τέλεια υπακοή και την άκρα ταπείνωση του. Τον χειροτόνησε Διάκονο και Πρεσβύτερο μετά μεγάλης χαράς. Επιστρέφοντας ο νέο - χειροτονηθείς στον Γέροντά του, διδάχθηκε απ’ αυτόν όλα τα επιτηδεύματα της ιεροσύνης, τα οποία ο Άγιος τήρησε ως κόρη οφθαλμού έως τέλους της ζωής του.
Αλλά δεν πέρασε πολύ καιρός και ο Γέροντάς του ασθένησε βαριά. Προσκάλεσε τον Όσιο Ιωσήφ και του έδωσε τις τελευταίες συμβουλές. Και τον κατέστησε διάδοχο του στην Μονή. Ο Όσιος λυπήθηκε πάρα πολύ από την εκδημία του Γέροντός του, και αφού τον έκλαψε, όσο έπρεπε, τον κήδεψε ευλαβώς.
Έπειτα πήγε στους Αγίους Τόπους και το Όρος Σινά, και αφού προσκύνησε, μοίρασε τα υπάρχοντα του Γέροντός του, κατά την εντολή του, επέστρεψε πάλι στην Μονή της μετανοίας του στον Χάνδακα της Κρήτης. Με περισσότερη προθυμία αγωνιζόταν τώρα, και στην ελεημοσύνη ως εντολή του Κυρίου και του Γέροντος. Έδωσε έτσι στους ενδεείς ολόκληρη την περιουσία του, έγινε δε τόσο πτωχός ώστε δεν είχε ούτε την ημερήσια λίγη τροφή. Καθημερινά δε πήγαιναν φτωχοί σ’ αυτόν να ζητούσαν ελεημοσύνη και μη έχοντας να τους δώσει κάτι, λυπόταν υπερβολικά ο Όσιος.
Θα αναφέρουμε τώρα ένα περιστατικό της ζωής του Αγίου, το οποίο αντιμετώπισε με την δύναμη του ζωοποιού Σταυρού. Ο Όσιος και θεοφόρος πατήρ ημών Ιωσήφ αφού είχε μεγάλη ανάγκη να μεταβεί σε κάποιο άλλο τόπο ξεκίνησε να πάει σε αυτόν. Πέρασε δε από τις κατοικίες των Εβραίων που ήταν τότε στον Χάνδακα. Περνώντας λοιπόν από εκεί συνάντησε μερικούς Εβραίους, οι οποίοι μετάγγιζαν κρασί από ένα αγγείο σε άλλο. Εκείνοι όταν είδαν τον Όσιο από μακριά, θέλησαν να τον περιπαίξουν και με κοινή γνώμη πήρε κάποιος από αυτούς ένα ποτήρι με κρασί στα χέρια του, και το έδωσε στον Όσιο, λέγοντας του: «πιες πάτερ το κρασί αυτό». Ο Άγιος Ιωσήφ χωρίς κανένα ενδοιασμό δέχθηκε το ποτήρι από τα χέρια του Εβραίου, και σφραγίζοντάς το με το σημείο του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού, εν ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ήπιε λίγο από αυτό και το υπόλοιπο το έχυσε μέσα στο αγγείο όπου ήταν όλο το κρασί. Αφού είδαν αυτή την πράξη οι Εβραίοι, φώναξαν και έκαναν μεγάλη ταραχή. Ζήτησαν δε από τον Όσιο την τιμή όλου του κρασιού, εφόσον αδικήθηκαν, τάχα, απ’ αυτόν. Ο Άγιος επέμενε ότι δεν έκανε καμία ζημιά στο κρασί τους και δεν πρέπει να ζητούν τίποτε, αλλά αντιθέτως να τον ευχαριστούν, διότι ευλόγησε το κρασί τους, επειδή αυτοί ήσαν αμέτοχοι ευλογίας. Στην συνέχεια έγινε μεγάλη φιλονικία μεταξύ του Οσίου και των Εβραίων, την οποίαν σταμάτησαν παρευρισκόμενοι Χριστιανοί, καθώς γνώριζαν την αγιότητα του Ιωσήφ. Αυτοί οι Χριστιανοί μάλιστα περιέπαιξαν τους Εβραίους παίρνοντας το μέρος του Οσίου. Οι Εβραίοι δε το άντεξαν αυτό και κατέφυγαν στον Δούκα της πόλης κατηγορώντας τον Όσιο ότι τους αδίκησε. Ο Δούκας κάλεσε τον Όσιο και τον ρώτησε για ποιο λόγο τον κατηγορούν οι Εβραίοι. Ο Άγιος αποκρίθηκε λέγοντας: «Εγώ περνώντας από την στράταν, απάντησα τους Εβραίους τούτους, όπου είχαν εκεί εις το τρίστρατον ένα αγγείον γεμάτον κρασί, από το οποίον εγέμισαν ένα ποτήριον, και το έδωκαν εις τάς χείρας μου λέγοντας, πίε πάτερ το κρασί τούτο. Εγώ δε το ποτήριον δεξάμενος, δεν ηθέλησα να το γευθώ Ιουδαϊκώς, αλλά Χριστιανικώς. Όθεν κατά Χριστόν ευλογήσας αυτό και σφραγίζοντάς το με το σημείον του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού, έπια απο αυτό όσον ήθελα, το δε επίλοιπον το έχυσα εις εκείνο το αγγείον, από το οποίον το έβγαλαν. Λοιπόν η εδική σου αγχίνοια άς κρίνη, εάν έκανα δικαίως ή αδίκως το τοιούτον έργον.» Αφού άκουσε αυτά ο Δούκας είπε στους Εβραίους: «Δεν έπρεπε λοιπόν να εγκαλείται τον τίμιον τούτον πατέρα επειδή εσείς μεν δια να δείξετε τάχα αγάπη εις αυτόν, τον εδεξιώθητε όπου απερνούσεν εκείθεν, και του εδώκατε να πίη από το έδικόν σας κρασί. Αυτός δε, επειδή δεν ήτο δυνατόν να σας αντιδεξιωθή, με το να ήσθε αβάπτιστοι, εδεξιώθη το κρασί όπου του εδώκατε από την ευλογίαν όπου είχε και έπρεπε μάλιστα να τον ευχαριστήτε δια τούτο και όχι να τον εγκαλήτε. Λάβετε λοιπόν το κρασί σας και μην ενοχλείτε παραλόγως τον Άγιον τούτον γέροντα.» Οι δε Εβραίοι είπαν: «Δεν ημπορούμεν κατ’ ουδένα τρόπον να λάβωμεν το τοιούτον κρασί, ωσάν όπου εδέχθη Χριστιανικήν σφραγίδα». Τότε τους είπε ο Δούκας: «Εσείς οι ίδιοι αποφασίζετε εναντίον σας, ότι με δίκαιον τρόπον πρέπει να υστερηθήτε το τοιούτον κρασί, ωσάν όπου είσθε υστερημένοι από την ευλογίαν όπου εδόθει εις αυτό. Λοιπόν ας δοθεί εις φτωχούς Χριστιανούς, χωρίς καμίαν δόσιν ή αντιμισθίαν. Και έτσι λοιπόν δόθηκε το κρασί σε φτωχούς χριστιανούς, εις δόξα Κυρίου όπου νικά τους πανούργους με την ίδια πανουργία τους.
Οσίως και θεαρέστως πολιτευόμενος ο Άγιος, έζησε πάνω από 70 χρόνια περίπου. Και αφού ασθένησε απήλθε προς τον Κύριον χαίρων και αγαλλόμενος, στις 22 Ιανουαρίου του έτους 1511.
Συναθροισθέντες οι ιερείς της πόλεως του Χάνδακος, με μεγαλοπρέπεια κήδευσαν τον Άγιο Ιωσήφ, και τον ενταφίασαν στην Μονή που ασκήτευσε και οσίως εξεδήμησε. Μετα από μερικά χρόνια, και μετά από θεία οπτασία, ανακομίσθηκε το Θείον και Ιερόν Λείψανον του Οσίου Ιωσήφ του Ηγιασμένου. Και «Ω! των θαυμασίων σου Χριστέ! Ευρέθη το ιερόν του Πατρός λείψανον άφθορον και ακέραιον, ευωδίαν άρρητον εκπέμπον και γλυκασμόν ταίς των ορώντων καρδίαις προξενούν, θαύματά τε πλείστα και ιάσεις παντοδαπάς τοις μετ’ ευλαβείας και πίστεως προσιούσιν επιδαψιλεύειν.
Το σκήνωμα του Οσίου Ιωσήφ βρίσκεται ολόσωμο και άφθαρτο στην νήσο Ζάκυνθο και η ενορία μας τιμά κάθε χρόνο την μνήμη του στο τόπο που αγίασε, στην ενορία μας!
Άγιε του Θεού πρέσβευε υπέρ ημών!